-
1 откидной
откидной: \откиднойое сиденье το ανατρεπόμενο (или συμπληρωματικό) κάθισμα* * *откидно́е сиде́нье — το ανατρεπόμενο ( или συμπληρωματικό) κάθισμα
-
2 автосамосвал
το ανατρεπόμενο φορτηγό αυτοκίνητο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автосамосвал
-
3 бульдозер
ο προωθητήρας των χωμάτων, разг. η μπουλντόζα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бульдозер
-
4 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
5 вагонетка
το βαγονέτο (το μικρό ανοικτό βαγόνι για μεταφορά υλικών σε μικρές αποστάσεις), η χειράμαξαзавалочная - πλήρωσης/φόρτω-σηςзагрузочная - см. завалочная --Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагонетка
-
6 думпкар
тех. το ανατρεπόμενο όχημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > думпкар
-
7 кузов
(авто) το αμάξωμα, η καρ(ρ)ότσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кузов
-
8 самосвал
το ανατρεπόμενο φορτηγό αυτοκίνητοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самосвал
-
9 самосвал
самосвалм τό ἀνατρεπόμενο φορτηγό αὐτοκίνητο. -
10 самосвал
[σαμασβάλ] ουσ. α. ανατρεπόμενο φορτηγό -
11 самосвал
[σαμασβάλ] ουσ α ανατρεπόμενο φορτηγό -
12 непроливайка
-и θ.είδος μελανοδοχείου που δεν χύνει τη μελάνη ανατρεπόμενο. -
13 самосвал
-а α.αυτοκίνητο αυτοεκφορτωτικό• τροχοφόρο ανατρεπόμενο.